ρασπίτης

ρασπίτης
ο, Ν
(ορυκτ.) βολφραμικό ορυκτό τού μολύβδου, με κίτρινο ή κιτρινοπράσινο χρώμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. raspite < γερμ. Raspit, από το όν. τού Charles Rasp, Αυστραλού αναζητητή μεταλλευμάτων].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”